- ἔμιξεν
- смешал
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἔμιξεν — ἔμῑξεν , μίγνυμι mix aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)